Λεξιλόγιο
Μάθετε Ρήματα – Εσθονικά

saama haiguslehte
Tal on vaja arstilt haiguslehte saada.
παίρνει
Πρέπει να παίρνει ένα ασθενοπερίπτωση από τον γιατρό.

abielluma
Paar on just abiellunud.
παντρεύομαι
Το ζευγάρι μόλις παντρεύτηκε.

koju minema
Ta läheb töö järel koju.
πηγαίνω σπίτι
Πηγαίνει σπίτι μετά τη δουλειά.

tagasi minema
Ta ei saa üksi tagasi minna.
γυρίζω πίσω
Δεν μπορεί να γυρίσει πίσω μόνος του.

sisse seadma
Mu tütar soovib oma korterit sisse seada.
στήνω
Η κόρη μου θέλει να στήσει το διαμέρισμά της.

maha müüma
Kaup müüakse maha.
πουλάω
Τα εμπορεύματα πουλιούνται.

kontrollima
Ta kontrollib, kes seal elab.
ελέγχω
Ελέγχει ποιος ζει εκεί.

helistama
Ta saab helistada ainult oma lõunapausi ajal.
τηλεφωνώ
Μπορεί να τηλεφωνήσει μόνο κατά τη διάρκεια του διαλείμματος για το φαγητό της.

külastama
Ta külastab Pariisi.
επισκέπτομαι
Επισκέπτεται το Παρίσι.

saama
Ma saan sulle huvitava töö hankida.
παίρνω
Μπορώ να σου παίρνω μια ενδιαφέρουσα δουλειά.

värvima
Ta on oma käed ära värvind.
βάφω
Έχει βάψει τα χέρια της.
