Λεξιλόγιο
Μάθετε Ρήματα – Δανικά

gå ind
Metroen er lige gået ind på stationen.
μπαίνω
Το μετρό μόλις μπήκε στο σταθμό.

oversætte
Han kan oversætte mellem seks sprog.
μεταφράζω
Μπορεί να μεταφράσει ανάμεσα σε έξι γλώσσες.

passere
De to passerer hinanden.
περνάω
Οι δύο περνούν ο ένας δίπλα από τον άλλο.

ske
Noget dårligt er sket.
συμβαίνω
Κάτι κακό έχει συμβεί.

gifte sig
Parret er lige blevet gift.
παντρεύομαι
Το ζευγάρι μόλις παντρεύτηκε.

fjerne
Håndværkeren fjernede de gamle fliser.
αφαιρώ
Ο τεχνίτης αφαίρεσε τα παλιά πλακάκια.

håndtere
Man skal håndtere problemer.
χειρίζομαι
Πρέπει να χειριστείς τα προβλήματα.

ringe
Pigen ringer til sin ven.
τηλεφωνώ
Το κορίτσι τηλεφωνεί στη φίλη της.

sende
Varerne bliver sendt til mig i en pakke.
στέλνω
Τα εμπορεύματα θα μου σταλούν σε ένα πακέτο.

ødelægge
Tornadoen ødelægger mange huse.
καταστρέφω
Ο συνεφοστρόμβος καταστρέφει πολλά σπίτια.

bestå
Studenterne bestod eksamen.
περνάω
Οι μαθητές πέρασαν την εξέταση.
