Λεξιλόγιο
Μάθετε τα επιρρήματα – Ουγγρικά

ki
A beteg gyermek nem mehet ki.
έξω
Το άρρωστο παιδί δεν επιτρέπεται να βγει έξω.

már
A ház már eladva.
ήδη
Το σπίτι έχει ήδη πουληθεί.

majdnem
A tank majdnem üres.
σχεδόν
Ο δεξαμενός είναι σχεδόν άδειος.

túl sok
A munka túl sok nekem.
πάρα πολύ
Η δουλειά γίνεται πάρα πολύ για μένα.

együtt
A ketten szeretnek együtt játszani.
μαζί
Οι δύο προτιμούν να παίζουν μαζί.

több
Az idősebb gyerekek több zsebpénzt kapnak.
περισσότερο
Τα μεγαλύτερα παιδιά παίρνουν περισσότερο χαρτζιλίκι.

rajta
Felmászik a tetőre és rajta ül.
πάνω
Ανεβαίνει στη στέγη και κάθεται πάνω.

haza
A katona haza akar menni a családjához.
σπίτι
Ο στρατιώτης θέλει να γυρίσει σπίτι στην οικογένειά του.

ott
A cél ott van.
εκεί
Ο στόχος είναι εκεί.

soha
Az ember sohanem adhat fel.
ποτέ
Κανείς δεν πρέπει να τα παρατάει ποτέ.

valahol
Egy nyúl valahol elbújt.
κάπου
Ένας λαγός έχει κρυφτεί κάπου.
