Λεξιλόγιο
Μάθετε Επίθετα – Ολλανδικά

wolkenloos
een wolkenloze hemel
ασύννεφος
ένας ασύννεφος ουρανός

geboren
een pasgeboren baby
νεογέννητος
ένα φρεσκογεννημένο μωρό

verstandig
de verstandige stroomproductie
λογικός
η λογική παραγωγή ρεύματος

mannelijk
een mannelijk lichaam
αρσενικός
ένα αρσενικό σώμα

mistig
de mistige schemering
ομιχλώδης
η ομιχλώδης ανατολή

oostelijk
de oostelijke havenstad
ανατολικός
η ανατολική λιμανούπολη

streng
de strenge regel
αυστηρός
ο αυστηρός κανόνας

absurd
een absurde bril
ανόητος
τα ανόητα γυαλιά

privaat
het privéjacht
ιδιωτικός
η ιδιωτική γιοτ

seksueel
seksuele lust
σεξουαλικός
σεξουαλική λαχτάρα

ernstig
een ernstige fout
σοβαρός
ένα σοβαρό λάθος
