Λεξιλόγιο
Μάθετε Ρήματα – Ταϊλανδεζικά

ไม่สนใจ
เด็กไม่สนใจคำพูดของแม่ของเขา.
Mị̀ s̄ncı
dĕk mị̀ s̄ncı khả phūd k̄hxng mæ̀ k̄hxng k̄heā.
αγνοώ
Το παιδί αγνοεί τα λόγια της μητέρας του.

ส่ง
ของจะถูกส่งให้ฉันในแพ็คเกจ
s̄̀ng
k̄hxng ca t̄hūk s̄̀ng h̄ı̂ c̄hạn nı phæ̆khkec
στέλνω
Τα εμπορεύματα θα μου σταλούν σε ένα πακέτο.

ไล่ออก
บอสของฉันไล่ฉันออก.
Lị̀xxk
bxs̄ k̄hxng c̄hạn lị̀ c̄hạn xxk.
απολύω
Ο αφεντικός μου με απέλυσε.

ยืน
เธอไม่สามารถยืนขึ้นเองได้แล้ว
yụ̄n
ṭhex mị̀ s̄āmārt̄h yụ̄n k̄hụ̂n xeng dị̂ læ̂w
σηκώνομαι
Δεν μπορεί πλέον να σηκωθεί μόνη της.

วิ่งหนี
ทุกคนวิ่งหนีจากไฟ
wìng h̄nī
thuk khn wìng h̄nī cāk fị
τρέχω μακριά
Όλοι έτρεξαν μακριά από τη φωτιά.

ร้องไห้
เด็กน้อยร้องไห้ในอ่างน้ำ
r̂xngh̄ị̂
dĕk n̂xy r̂xngh̄ị̂ nı x̀āng n̂ả
κλαίω
Το παιδί κλαίει στη μπανιέρα.

เหยียบ
ฉันไม่สามารถเหยียบพื้นด้วยเท้านี้
h̄eyīyb
c̄hạn mị̀ s̄āmārt̄h h̄eyīyb phụ̄̂n d̂wy thêā nī̂
πατώ
Δεν μπορώ να πατήσω στο έδαφος με αυτό το πόδι.

สูญพันธ์ุ
สัตว์หลายชนิดได้สูญพันธ์ุในปัจจุบัน
s̄ūỵ phạnṭh̒u
s̄ạtw̒ h̄lāy chnid dị̂ s̄ūỵ phạnṭh̒u nı pạccubạn
εξαφανίζομαι
Πολλά ζώα έχουν εξαφανιστεί σήμερα.

แก้ปัญหา
เขาพยายามแก้ปัญหาโดยไม่ประสบความสำเร็จ
kæ̂ pạỵh̄ā
k̄heā phyāyām kæ̂ pạỵh̄ā doy mị̀ pras̄b khwām s̄ảrĕc
λύνω
Προσπαθεί εις μάτην να λύσει ένα πρόβλημα.

พิมพ์
การโฆษณาถูกพิมพ์ในหนังสือพิมพ์บ่อยครั้ง
phimph̒
kār ḳhos̄ʹṇā t̄hūk phimph̒ nı h̄nạngs̄ụ̄xphimph̒ b̀xy khrậng
δημοσιεύω
Συχνά δημοσιεύονται διαφημίσεις στις εφημερίδες.

รับผิดชอบ
ฉันได้รับผิดชอบการเดินทางหลายครั้ง
rạbp̄hidchxb
c̄hạn dị̂ rạbp̄hidchxb kār deinthāng h̄lāy khrậng
αναλαμβάνω
Έχω αναλάβει πολλά ταξίδια.
