Λεξιλόγιο
Μάθετε Ρήματα – Ταϊλανδεζικά

กลายเป็นเพื่อน
ทั้งสองได้กลายเป็นเพื่อนกัน
klāy pĕn pheụ̄̀xn
thậng s̄xng dị̂ klāy pĕn pheụ̄̀xn kạn
γίνομαι φίλοι
Οι δύο έχουν γίνει φίλοι.

จ้าง
บริษัทต้องการจ้างคนเพิ่มเติม
ĉāng
bris̄ʹạth t̂xngkār ĉāng khn pheìmteim
προσλαμβάνω
Η εταιρεία θέλει να προσλάβει περισσότερους ανθρώπους.

ป้องกัน
หมวกน่าจะป้องกันอุบัติเหตุ
p̂xngkạn
h̄mwk ǹā ca p̂xngkạn xubạtih̄etu
προστατεύω
Το κράνος προορίζεται για να προστατεύει από ατυχήματα.

ปกคลุม
เด็กปกคลุมตัวมันเอง
pkkhlum
dĕk pkkhlum tạw mạn xeng
καλύπτω
Το παιδί καλύπτει τον εαυτό του.

ปล่อยไว้
ธรรมชาติถูกปล่อยไว้โดยไม่ถูกแตะต้อง
pl̀xy wị̂
ṭhrrmchāti t̄hūk pl̀xy wị̂ doy mị̀ t̄hūk tæat̂xng
αφήνω ανέπαφο
Η φύση αφέθηκε ανέπαφη.

ฟัง
เขาชอบฟังท้องของภรรยาท้องที่มีครรภ์
fạng
k̄heā chxb fạng tĥxng k̄hxng p̣hrryā tĥxngthī̀ mī khrrp̣h̒
ακούω
Του αρέσει να ακούει την κοιλιά της έγκυου γυναίκας του.

มีสิทธิ์
ผู้สูงอายุมีสิทธิ์ได้รับเงินบำนาญ
Mī s̄ithṭhi̒
p̄hū̂ s̄ūngxāyu mī s̄ithṭhi̒ dị̂ rạb ngein bảnāỵ
έχω δικαίωμα
Οι ηλικιωμένοι έχουν δικαίωμα σε σύνταξη.

ไม่สนใจ
เด็กไม่สนใจคำพูดของแม่ของเขา.
Mị̀ s̄ncı
dĕk mị̀ s̄ncı khả phūd k̄hxng mæ̀ k̄hxng k̄heā.
αγνοώ
Το παιδί αγνοεί τα λόγια της μητέρας του.

ยกขึ้น
แม่ยกเด็กขึ้น
yk k̄hụ̂n
mæ̀ yk dĕk k̄hụ̂n
σηκώνω
Η μητέρα σηκώνει το μωρό της.

พิมพ์
หนังสือและหนังสือพิมพ์ถูกพิมพ์
phimph̒
h̄nạngs̄ụ̄x læa h̄nạngs̄ụ̄xphimph̒ t̄hūk phimph̒
τυπώνω
Βιβλία και εφημερίδες τυπώνονται.

ส่ง
เธอต้องการส่งจดหมายไปเดี๋ยวนี้
s̄̀ng
ṭhex t̂xngkār s̄̀ng cdh̄māy pị deī̌ywnī̂
στέλνω
Θέλει να στείλει το γράμμα τώρα.
