Λεξιλόγιο
Μάθετε Ρήματα – Λετονικά

drīkstēt
Šeit drīkst smēķēt!
επιτρέπεται
Επιτρέπεται να καπνίσετε εδώ!

pārrunāt
Kolēģi pārrunā problēmu.
συζητώ
Οι συνάδελφοι συζητούν το πρόβλημα.

piegādāt
Mans suns man piegādāja balodi.
παραδίδω
Ο σκύλος μου μου παρέδωσε μια περιστεριά.

pavadīt
Manai draudzenei patīk mani pavadīt iepirkšanās laikā.
συνοδεύω
Η φίλη μου μ‘ αρέσει να με συνοδεύει όταν ψωνίζω.

aizvērt
Jums ir stingri jāaizver krāns!
κλείνω
Πρέπει να κλείσεις σφιχτά τη βρύση!

kūpināt
Gaļu kūpina, lai to saglabātu.
καπνίζω
Το κρέας καπνίζεται για να συντηρηθεί.

ļaut priekšā
Nekā grib ļaut viņam iet priekšā veikala kasi.
αφήνω
Κανείς δεν θέλει να τον αφήσει να προχωρήσει μπροστά στο ταμείο του σούπερ μάρκετ.

novietot
Velosipēdi ir novietoti pie mājas.
παρκάρω
Τα ποδήλατα είναι παρκαρισμένα μπροστά από το σπίτι.

braukt ar vilcienu
Es tur braukšu ar vilcienu.
πηγαίνω με τρένο
Θα πάω εκεί με το τρένο.

palielināt
Uzņēmums ir palielinājis savus ieņēmumus.
αυξάνω
Η εταιρεία έχει αυξήσει τα έσοδά της.

uzlēkt
Bērns uzlēk.
πηδώ πάνω
Το παιδί πηδάει πάνω.
