Λεξιλόγιο
Μάθετε Ρήματα – Πορτογαλικά (BR)

causar
Muitas pessoas rapidamente causam caos.
προκαλώ
Πάρα πολλοί άνθρωποι προκαλούν γρήγορα χάος.

acionar
A fumaça acionou o alarme.
προκαλώ
Ο καπνός προκάλεσε τον συναγερμό.

aguentar
Ela não aguenta o canto.
αντέχω
Δεν μπορεί να αντέξει το τραγούδι.

começar a correr
O atleta está prestes a começar a correr.
ξεκινώ να τρέχω
Ο αθλητής πρόκειται να ξεκινήσει να τρέχει.

desmontar
Nosso filho desmonta tudo!
ξηλώνω
Ο γιος μας ξηλώνει τα πάντα!

deitar
As crianças estão deitadas juntas na grama.
ξαπλώνω
Τα παιδιά ξαπλώνουν μαζί στο γρασίδι.

acompanhar
Minha namorada gosta de me acompanhar nas compras.
συνοδεύω
Η φίλη μου μ‘ αρέσει να με συνοδεύει όταν ψωνίζω.

mudar-se
O vizinho está se mudando.
μετακομίζω
Ο γείτονας μετακομίζει.

investir
Em que devemos investir nosso dinheiro?
επενδύω
Σε τι πρέπει να επενδύσουμε τα χρήματά μας;

deixar sem palavras
A surpresa a deixou sem palavras.
αφήνω άφωνο
Η έκπληξη την αφήνει άφωνη.

virar-se
Você tem que virar o carro aqui.
γυρίζω
Πρέπει να γυρίσεις το αυτοκίνητο εδώ.
