Λεξιλόγιο
Μάθετε Ρήματα – Ολλανδικά

binnenlaten
Buiten sneeuwde het en we lieten ze binnen.
αφήνω μέσα
Έχωνε χιόνι έξω και τους αφήσαμε μέσα.

kijken
Iedereen kijkt naar hun telefoons.
κοιτώ
Όλοι κοιτούν τα τηλέφωνά τους.

aanraken
De boer raakt zijn planten aan.
αγγίζω
Ο αγρότης αγγίζει τα φυτά του.

verlaten
De man vertrekt.
φεύγω
Ο άνδρας φεύγει.

benadrukken
Je kunt je ogen goed benadrukken met make-up.
τονίζω
Μπορείς να τονίσεις καλά τα μάτια σου με μακιγιάζ.

vertegenwoordigen
Advocaten vertegenwoordigen hun cliënten in de rechtbank.
εκπροσωπώ
Οι δικηγόροι εκπροσωπούν τους πελάτες τους στο δικαστήριο.

zitten
Er zitten veel mensen in de kamer.
κάθομαι
Πολλοί άνθρωποι κάθονται στο δωμάτιο.

weglopen
Onze kat is weggelopen.
τρέχω μακριά
Ο γάτος μας έτρεξε μακριά.

rondreizen
Ik heb veel rond de wereld gereisd.
ταξιδεύω
Έχω ταξιδέψει πολύ γύρω από τον κόσμο.

beschadigen
Twee auto’s raakten beschadigd bij het ongeluk.
υποστρέφω
Δύο αυτοκίνητα υπέστησαν ζημιές στο ατύχημα.

uitslapen
Ze willen eindelijk eens een nacht uitslapen.
κοιμάμαι
Θέλουν επιτέλους να κοιμηθούν για μία νύχτα.
