Λεξιλόγιο
Μάθετε Ρήματα – Ολλανδικά

wassen
De moeder wast haar kind.
πλένω
Η μητέρα πλένει το παιδί της.

bellen
Ze kan alleen bellen tijdens haar lunchpauze.
τηλεφωνώ
Μπορεί να τηλεφωνήσει μόνο κατά τη διάρκεια του διαλείμματος για το φαγητό της.

slagen
De studenten zijn geslaagd voor het examen.
περνάω
Οι μαθητές πέρασαν την εξέταση.

beschadigen
Twee auto’s raakten beschadigd bij het ongeluk.
υποστρέφω
Δύο αυτοκίνητα υπέστησαν ζημιές στο ατύχημα.

bellen
Wie heeft er aan de deurbel gebeld?
χτυπώ
Ποιος χτύπησε το κουδούνι της πόρτας;

belasten
Kantoorwerk belast haar erg.
βαραίνω
Τη βαραίνει πολύ η δουλειά στο γραφείο.

verheugen
Kinderen verheugen zich altijd op sneeuw.
περιμένω
Τα παιδιά περιμένουν πάντα το χιόνι με ανυπομονησία.

hangen
De hangmat hangt aan het plafond.
κρέμομαι
Η αιώρα κρέμεται από την οροφή.

parkeren
De fietsen staan voor het huis geparkeerd.
παρκάρω
Τα ποδήλατα είναι παρκαρισμένα μπροστά από το σπίτι.

aankomen
Het vliegtuig is op tijd aangekomen.
φτάνω
Το αεροπλάνο έφτασε εγκαίρως.

rondrijden
De auto’s rijden in een cirkel rond.
κυκλοφορώ
Τα αυτοκίνητα κυκλοφορούν σε έναν κύκλο.
