Λεξιλόγιο
Μάθετε Ρήματα – Λιθουανικά

spręsti
Jis be vilties bando išspręsti problemą.
λύνω
Προσπαθεί εις μάτην να λύσει ένα πρόβλημα.

išleisti pinigus
Mums teks išleisti daug pinigų remontui.
δαπανώ χρήματα
Πρέπει να δαπανήσουμε πολλά χρήματα για επισκευές.

pasukti
Galite pasukti kairėn.
στρίβω
Μπορείς να στρίψεις αριστερά.

padėti
Gaisrininkai greitai padėjo.
βοηθώ
Οι πυροσβέστες βοήθησαν γρήγορα.

pakilti
Ji jau negali pati pakilti.
σηκώνομαι
Δεν μπορεί πλέον να σηκωθεί μόνη της.

taisyti
Mokytojas taiso mokinių rašinius.
διορθώνω
Ο δάσκαλος διορθώνει τις εκθέσεις των μαθητών.

patirti
Per pasakų knygas galite patirti daug nuotykių.
βιώνω
Μπορείς να βιώσεις πολλές περιπέτειες μέσα από τα παραμύθια.

sunaikinti
Tornadas sunaikina daug namų.
καταστρέφω
Ο συνεφοστρόμβος καταστρέφει πολλά σπίτια.

pamiegoti
Jie nori pagaliau pamiegoti bent vieną naktį.
κοιμάμαι
Θέλουν επιτέλους να κοιμηθούν για μία νύχτα.

sužadinti
Peizažas jį sužavėjo.
ενθουσιάζω
Το τοπίο τον ενθουσίασε.

stiprinti
Gimnastika stiprina raumenis.
ενδυναμώνω
Η γυμναστική ενδυναμώνει τους μύες.
