Λεξιλόγιο
Μάθετε Ρήματα – Λιθουανικά
pakęsti
Ji vos gali pakęsti skausmą!
αντέχω
Δεν μπορεί να αντέξει τον πόνο!
atleisti
Mano šefas mane atleido.
απολύω
Ο αφεντικός μου με απέλυσε.
dešifruoti
Jis dešifruoja mažus šriftus su didinamuoju stiklu.
αποκρυπτογραφώ
Αποκρυπτογραφεί την μικρογραφία με έναν μεγεθυντικό φακό.
mokyti
Jis moko geografijos.
διδάσκω
Διδάσκει γεωγραφία.
užvažiuoti
Dviratininką užvažiavo automobilis.
πατώ πάνω
Ένας ποδηλάτης πατήθηκε από ένα αυτοκίνητο.
jaustis
Motina jaučia daug meilės savo vaikui.
αισθάνομαι
Η μητέρα αισθάνεται πολύ αγάπη για το παιδί της.
ištraukti
Kaip jis ketina ištraukti tą didelę žuvį?
αποσύρω
Πώς πρόκειται να αποσύρει αυτό το μεγάλο ψάρι;
išeiti
Vaikai pagaliau nori išeiti laukan.
βγαίνω έξω
Τα παιδιά τελικά θέλουν να βγουν έξω.
laukti
Vaikai visada laukia sniego.
περιμένω
Τα παιδιά περιμένουν πάντα το χιόνι με ανυπομονησία.
lydėti
Mano mergina mėgsta mane lydėti apsipirkinėjant.
συνοδεύω
Η φίλη μου μ‘ αρέσει να με συνοδεύει όταν ψωνίζω.
gaminti
Robotais galima gaminti pigiau.
παράγω
Μπορείς να παράγεις φθηνότερα με ρομπότ.