Λεξιλόγιο
Μάθετε Ρήματα – Λιθουανικά
pamiegoti
Jie nori pagaliau pamiegoti bent vieną naktį.
κοιμάμαι
Θέλουν επιτέλους να κοιμηθούν για μία νύχτα.
išgyventi
Ji turi išgyventi su mažai pinigų.
βγαίνει
Πρέπει να βγαίνει με λίγα χρήματα.
stebėti
Čia viskas yra stebima kameromis.
παρακολουθώ
Όλα παρακολουθούνται εδώ από κάμερες.
šokti iš
Žuvis šoka iš vandens.
πηδώ έξω
Το ψάρι πηδάει έξω από το νερό.
nutikti
Ar jam nutiko nelaime darbo avarijoje?
συμβαίνω
Συνέβη κάτι σε αυτόν στο εργατικό ατύχημα;
išeiti
Vaikai pagaliau nori išeiti laukan.
βγαίνω έξω
Τα παιδιά τελικά θέλουν να βγουν έξω.
gimdyti
Ji pagimdė sveiką kūdikį.
γεννάω
Γέννησε ένα υγιές παιδί.
duoti
Jis jai duoda savo raktą.
δίνω
Της δίνει το κλειδί του.
statyti
Kada buvo pastatyta Kinijos didžioji siena?
χτίζω
Πότε χτίστηκε το Σινικό Τείχος;
pašalinti
Kaip pašalinti raudono vyno dėmę?
αφαιρώ
Πώς μπορεί κανείς να αφαιρέσει έναν λεκέ από κόκκινο κρασί;
plauti
Man nepatinka plauti indus.
πλένω
Δεν μου αρέσει να πλένω τα πιάτα.