Λεξιλόγιο
Μάθετε Ρήματα – Ουγγρικά

működik
A motor meghibásodott; már nem működik.
δουλεύω
Το μοτοσικλέτα είναι χαλασμένη· δεν δουλεύει πλέον.

hiányzik
Nagyon fogsz hiányozni nekem!
χάνω
Θα σε χάσω τόσο πολύ!

közeledik
A csigák egymáshoz közelednek.
πλησιάζω
Οι σαλιγκάρια πλησιάζουν ο ένας στον άλλο.

szavaz
A választók ma a jövőjükről szavaznak.
ψηφίζω
Οι ψηφοφόροι ψηφίζουν για το μέλλον τους σήμερα.

felvet
Hányszor kell ezt az érvet felvetnem?
φέρνω
Πόσες φορές πρέπει να φέρω εις πέρας αυτό το επιχείρημα;

otthagy
Sokan ma otthagyják az autóikat.
αφήνω στάσιμο
Σήμερα πολλοί πρέπει να αφήσουν τα αυτοκίνητά τους στάσιμα.

érdeklődik
Gyermekünk nagyon érdeklődik a zene iránt.
ενδιαφέρομαι
Το παιδί μας ενδιαφέρεται πολύ για τη μουσική.

történik
Valami rossz történt.
συμβαίνω
Κάτι κακό έχει συμβεί.

megvakul
A jelvényes ember megvakult.
τυφλώνομαι
Ο άντρας με τα σήματα έχει τυφλωθεί.

ugrál
A gyerek boldogan ugrál körbe.
πηδώ γύρω
Το παιδί πηδάει χαρούμενα γύρω.

közzétesz
A hirdetéseket gyakran újságokban teszik közzé.
δημοσιεύω
Συχνά δημοσιεύονται διαφημίσεις στις εφημερίδες.
