Λεξιλόγιο
Μάθετε Ρήματα – Αγγλικά (US)

burden
Office work burdens her a lot.
βαραίνω
Τη βαραίνει πολύ η δουλειά στο γραφείο.

leave speechless
The surprise leaves her speechless.
αφήνω άφωνο
Η έκπληξη την αφήνει άφωνη.

cancel
The contract has been canceled.
ακυρώνω
Το συμβόλαιο έχει ακυρωθεί.

count
She counts the coins.
μετρώ
Μετράει τα νομίσματα.

practice
He practices every day with his skateboard.
εξασκούμαι
Εξασκείται καθημερινά με το skateboard του.

walk
The group walked across a bridge.
περπατώ
Η ομάδα περπάτησε πάνω από μια γέφυρα.

call up
The teacher calls up the student.
προσκαλώ
Ο δάσκαλος προσκαλεί τον μαθητή.

sort
He likes sorting his stamps.
ταξινομώ
Του αρέσει να ταξινομεί τα γραμματόσημά του.

hear
I can’t hear you!
ακούω
Δεν μπορώ να σε ακούσω!

run away
Some kids run away from home.
τρέχω μακριά
Κάποια παιδιά τρέχουν μακριά από το σπίτι.

hit
The train hit the car.
χτυπώ
Το τρένο χτύπησε το αυτοκίνητο.
