Λεξιλόγιο
Μάθετε Ρήματα – Τουρκικά

kontrol etmek
Tamirci arabanın fonksiyonlarını kontrol ediyor.
ελέγχω
Ο μηχανικός ελέγχει τις λειτουργίες του αυτοκινήτου.

bağımlı olmak
Kör ve dış yardıma bağımlı.
εξαρτώμαι
Είναι τυφλός και εξαρτάται από εξωτερική βοήθεια.

cesaret etmek
Suya atlamaya cesaret edemiyorum.
τολμώ
Δεν τολμώ να πηδήξω μέσα στο νερό.

yazmak
Bir mektup yazıyor.
γράφω
Γράφει ένα γράμμα.

biriktirmek
Çocuklarım kendi paralarını biriktirdiler.
σώζω
Τα παιδιά μου έχουν σώσει τα δικά τους χρήματα.

kalkmak
Uçak kalkıyor.
απογειώνομαι
Το αεροπλάνο απογειώνεται.

düşünmek
Onu her zaman düşünmek zorunda.
σκέφτομαι
Πάντα πρέπει να σκέφτεται για αυτόν.

evlenmek
Çift yeni evlendi.
παντρεύομαι
Το ζευγάρι μόλις παντρεύτηκε.

geçmek
Zaman bazen yavaş geçer.
περνάω
Ο χρόνος μερικές φορές περνά αργά.

gitmek ihtiyacı duymak
Acilen tatile ihtiyacım var; gitmeliyim!
πρέπει
Χρειάζομαι επειγόντως διακοπές· πρέπει να πάω!

yakmak
Paranı yakmamalısın.
καίω
Δεν πρέπει να καίς χρήματα.
