Λεξιλόγιο
Μάθετε Ρήματα – Πορτογαλικά (PT)

controlar-se
Não posso gastar muito dinheiro; preciso me controlar.
ασκώ συγκράτηση
Δεν μπορώ να ξοδέψω πολλά χρήματα· πρέπει να ασκήσω συγκράτηση.

resolver
Ele tenta em vão resolver um problema.
λύνω
Προσπαθεί εις μάτην να λύσει ένα πρόβλημα.

lavar
A mãe lava seu filho.
πλένω
Η μητέρα πλένει το παιδί της.

funcionar
A motocicleta está quebrada; não funciona mais.
δουλεύω
Το μοτοσικλέτα είναι χαλασμένη· δεν δουλεύει πλέον.

reservar
Quero reservar algum dinheiro todo mês para mais tarde.
αποθηκεύω
Θέλω να αποθηκεύω λίγα χρήματα για αργότερα κάθε μήνα.

receber
Posso receber internet muito rápida.
λαμβάνω
Μπορώ να λάβω πολύ γρήγορο διαδίκτυο.

soar
A voz dela soa fantástica.
ακούγομαι
Η φωνή της ακούγεται φανταστική.

começar
Uma nova vida começa com o casamento.
αρχίζω
Ένα νέο βίο αρχίζει με τον γάμο.

levantar-se
Ela não consegue mais se levantar sozinha.
σηκώνομαι
Δεν μπορεί πλέον να σηκωθεί μόνη της.

cobrir
Os lírios d‘água cobrem a água.
καλύπτω
Τα νυφάδια καλύπτουν το νερό.

sair
O que sai do ovo?
βγαίνω
Τι βγαίνει από το αυγό;
