Λεξιλόγιο
Μάθετε Επίθετα – Λιθουανικά

kvailas
kvaila moteris
χαζός
μια χαζή γυναίκα

bejėgis
bejėgis vyras
άνευ δυνάμεων
ο άνδρας χωρίς δυνάμεις

žieminis
žieminis peizažas
χειμερινός
το χειμερινό τοπίο

turtingas
turtinga moteris
πλούσιος
μια πλούσια γυναίκα

pilnas
pilnas prekių krepšys
γεμάτος
ένα γεμάτο καλάθι αγορών

nepertraukiamas
nepertraukiamai dirbanti bitė
δροσερός
το δροσερό ποτό

panašus
dvi panašios moterys
παρόμοιος
δύο παρόμοιες γυναίκες

greitas
greitas kalnų slidininkas
γρήγορος
ο γρήγορος σκιέρ

sidabrinis
sidabrinis automobilis
ασημένιος
το ασημένιο αυτοκίνητο

pavienas
pavienis medis
μεμονωμένος
το μεμονωμένο δέντρο

debesuotas
debesuotas dangus
ασύννεφος
ένας ασύννεφος ουρανός
