Λεξιλόγιο
Μάθετε Ρήματα – Λιθουανικά

važiuoti kartu
Ar galiu važiuoti su jumis?
πετώ μαζί
Μπορώ να πετάξω μαζί σου;

atšaukti
Sutartis buvo atšaukta.
ακυρώνω
Το συμβόλαιο έχει ακυρωθεί.

atsakyti
Ji visada atsako pirmoji.
απαντώ
Πάντα απαντά πρώτη.

rašyti
Vaikai mokosi rašyti.
συλλαβίζω
Τα παιδιά μαθαίνουν να συλλαβίζουν.

sustoti
Jūs privalote sustoti prie raudonos šviesos.
σταματώ
Πρέπει να σταματήσεις στο κόκκινο φανάρι.

rodyti
Aš galiu parodyti vizą savo pase.
δείχνω
Μπορώ να δείξω ένα βίζα στο διαβατήριό μου.

sudegti
Mėsa negali sudegti ant grilio.
καίω
Το κρέας δεν πρέπει να καεί στη σχάρα.

lydėti
Mano mergina mėgsta mane lydėti apsipirkinėjant.
συνοδεύω
Η φίλη μου μ‘ αρέσει να με συνοδεύει όταν ψωνίζω.

išmesti
Jis užsteigia ant išmestojo bananų lukšto.
πετάω
Πατάει σε μια μπανάνα που έχει πεταχτεί.

atleisti
Šefas jį atleido.
απολύω
Ο αφεντικός τον απέλυσε.

sunaikinti
Tornadas sunaikina daug namų.
καταστρέφω
Ο συνεφοστρόμβος καταστρέφει πολλά σπίτια.
