Λεξιλόγιο
Μάθετε Ρήματα – Εσθονικά

andestama
Ma annan talle võlad andeks.
συγχωρώ
Του συγχωρώ τα χρέη του.

kinni jääma
Ta jäi köiesse kinni.
κολλάω
Κόλλησε σε ένα σκοινί.

tundma
Ta tunneb beebit oma kõhus.
αισθάνομαι
Αισθάνεται το μωρό στην κοιλιά της.

sisse magama
Nad soovivad lõpuks üheks ööks sisse magada.
κοιμάμαι
Θέλουν επιτέλους να κοιμηθούν για μία νύχτα.

erutama
Maastik erutas teda.
ενθουσιάζω
Το τοπίο τον ενθουσίασε.

vastama
Ta vastab alati esimesena.
απαντώ
Πάντα απαντά πρώτη.

asuma
Seal on loss - see asub otse vastas!
βρίσκομαι
Εκεί είναι το κάστρο - βρίσκεται ακριβώς απέναντι!

juhtuma
Kas temaga juhtus tööõnnetuses midagi?
συμβαίνω
Συνέβη κάτι σε αυτόν στο εργατικό ατύχημα;

külastama
Vana sõber külastab teda.
επισκέπτομαι
Μια παλιά φίλη την επισκέπτεται.

tohtima
Siin tohib suitsetada!
επιτρέπεται
Επιτρέπεται να καπνίσετε εδώ!

sööma
Kanad söövad teri.
τρώω
Οι κότες τρώνε τα σπόρια.
