Λεξιλόγιο
Μάθετε Επίθετα – Πολωνικά

sprawny
sprawna kobieta
εν τάξει
μια γυναίκα εν τάξει

ostatni
ostatnia wola
τελευταίος
το τελευταίο θέλημα

podobny
dwie podobne kobiety
παρόμοιος
δύο παρόμοιες γυναίκες

bezsilny
bezsilny mężczyzna
άνευ δυνάμεων
ο άνδρας χωρίς δυνάμεις

odległy
odległy dom
απομακρυσμένος
το απομακρυσμένο σπίτι

roczny
roczny wzrost
ετήσιος
η ετήσια αύξηση

niemądry
niemądre parę
ανόητος
ένα ανόητο ζευγάρι

kolczasty
kolczaste kaktusy
αγκαθωτός
τοι αγκαθωτοί κάκτοι

biedny
biedny człowiek
φτωχός
ένας φτωχός άντρας

mylący
trzy mylące się dzieci
συγχέσιμος
τρία συγχέσιμα μωρά

gniewny
gniewny policjant
θυμωμένος
ο θυμωμένος αστυνομικός
